- παραλέχομαι
- Α1. (για παράνομη σαρκική μίξη άντρα) κοιμάμαι κοντά ή μαζί με γυναίκα2. (για γυναίκα) κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + λέχομαι «ξαπλώνω στο κρεβάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέχομαι — (Α) 1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ. β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον… … Dictionary of Greek